Η Δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα ήταν η αγαπημένη του Βάνκα στο χωρίό, στο σπίτι του αφέντη. Ήταν η καμαριέρα της Κυράς και όταν ζούσε ακόμη η μάνα του, τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Μα σαν πέθανε η μάνα του η Πελαγία τον έστειλαν στην κουζίνα με τον παππού του και απο εκεί στη Μόσχα, ψυχογιό στον Αλιάχιν τον τσαγκάρη.
'Ελα γρήγοα παππού για όνομα του Θεού γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Όλο κλαίω παππού. Ο εγγονός σου Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού έλα...
Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο. Ύστερα σκέφτηκε λίγο και έγραψε τη διεύθυνση: Για τον παππού . Στο χωρίο. Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο: Κωνσταντή Μακάριτς.
Ευχαριστημένος που δεν τον διέκοψε κανείς βγήκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα για να στείλει το γράμμα.
Τα παιδιά του χασάπικου του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σε ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες. Γρήγορα έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.
Ύστερα από μία ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθιές νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό . Τον παππού του να διαβάζει το γράμμα και τον Χέλη να φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...
Bolo vytvorených viac ako 30 miliónov storyboardov