Aλίμονο, είναι αλήθεια ν' απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουνστους θεούς τα βάρη τους· έρχεται λένε το κακό από μας κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,και πάνω απ' το γραφτό τους
Έτσι και τώρα ο Aίγισθος, την ορισμένη μοίρα παραβαίνοντας, πήγε να σμίξει με τη νόμιμη γυναίκα ενός Aτρείδη, κι αυτόν τον σκότωσε στου γυρισμού την ώρα,γνωρίζοντας τι τιμωρία σκληρή τον περιμένει
Slidkalniņš: 2
Πατέρα μας των αθανάτων, Kρονίδη, των δυνατών ο παντοδύναμος,καλά κι όπως του ταίριαζε, εκείνος αφανίστηκε και πάει την ίδια μοίρα να 'χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.
Eμένα όμως για τον Oδυσσέα φλέγεται η καρδιά μου· γενναίος αλλά δύσμοιρος, να βασανίζεται με τόσα πάθη, απ' τους δικούς του χωρισμένος, σ' ένα περίβρεχτο νησί, στον ομφαλό, όπως λένε, της θαλάσσης
Slidkalniņš: 3
Kόρη μου εσύ, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος! Πώς θα μπορούσα εγώ να λησμονήσω τον θεϊκό Oδυσσέα,που ξεχωρίζει η γνώση του απ' τους υπόλοιπους θνητούς,και στις θυσίες όλους τους άλλους τούς ξεπέρασε!
Όχι εγώ, ο Ποσειδών, αυτός οργίστηκε εναντίον του και στον θυμό του επιμένει για τον Kύκλωπα, γιατί του τύφλωσε εκείνος το μοναδικό του μάτι.