Η γρια Λούκενα ήταν μία πολύ δύσμοιρη γυναίκα: ο χάρος της είχε πάρει πέντε παιδιά της και τον άνδρα της. Μόνο δύο ξενιτεμένοι γιοι, μια κόρη και τα εγγόνια της είχαν απομείνει.
Κάθε μέρα, κουβαλώντας τα μάλλινα ρούχα της, ακολουθούσε την ίδια διαδρομή προκειμένου να τα πλύνει.
Έτσι, όπως κάθε μέρα, η Λούκενα έπλυνε τα ρούχα της στο αλμυρό νερό, παρατηρώντας το μελαγχολικό τοπίο και μοιρολογώντας.
Όταν σκοτείνιασε ακόμη περισσοτερο, η Ακριβούλα- η μεγαλύτερη εγγονή της Λούκενας- έσπευσε να τη βρει. Ωστόσο, ο ήχος της φλογέρας ενός βοσκού, της κίνησε την περιέργεια και έτσι η μικρή ακολούθησε τον ήχο μέσα στο βαθύ σκοτάδι...
Καθώς δεν γνώριζε το σωστό μονοπάτι, η Ακριβούλα βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα απότομο στενό. Μόνη της, κάτω από το φως των άστρων, προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, έπεσε όμως μέσα στο βαθύ νερό, χάνοντας τη ζωή της.
Εν αγνοία της Λούκενας, μία φώκια βρήκε το νεκρό σώμα της Ακριβούλας και άρχισε να μοιρολογεί για την χαμένη της ζωή...Οι συμφορές είναι μάλλον γραφτές της γριάς Λούκενας!