Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς Ατρείδες, του Ολύμπου ας κάμουν οι θεοί, την πόλιν του Πριάμου αφου πορθήσετ'ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα, αλλ'αποδώστε σ'εμέ την ποθητήν μου κόρην..δεχθείτε αυτα τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβείσθε..
Λοιπόν..σεβασμό αποφασήσαμε να δείξουμε και τα λαμπρά λύτρα που προσφέρεις δεκτά να γίνουν!
Μη σάπαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία ή τώρα εδώ ν'αργοπορείς ή πάλιν να γυρίσεις, και μη θαρρεύεις στου θεου το σκήπτρο και το στέμμα. Αυτήν δεν θ'απολύσω εγώ, το γήρας θα την έβρεί στο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ'την πατρίδα να υφαίνει αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω, Μη μ'ερεθίζεις, σύρ'ευθύς, αν θέλεις να μην πάθεις!
Άκοθσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα, εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου, εάν ποτέ σοθ έκαψα μεριά καλοθρεμμένα ταύρων κι ερίφων, τούυον μου τον πόθον τελείωσέ μου..τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν.